Βίος Αγίου Νεκταρίου Μητροπολίτη Πενταπόλεως 


Το φτωχόπαιδο με τον πολύ ζήλο
Ο Άγιος Νεκτάριος γεννήθηκε στις 1 Οκτωβρίου του 1846 μ.Χ. στην Σηλυβρία της Θράκης και ονομάσθηκε Αναστάσιος. Οι γονείς του λέγονταν Δήμος και Βασιλική Κεφαλά. Ο Αναστάσης ήταν το πέμπτο κατά σειρά παιδί της οικογενείας του. Οι γονείς του δεν ήταν πλούσιοι. Αλλά ήταν ευσεβείς και φρόντιζαν, κατά το δυνατόν, να γίνει και το παιδί τους καλός Χριστιανός. Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε στην πατρίδα του. Αλλά αυτός ήθελε να προχωρήσει. Ήθελε να μορφωθεί, να γίνει Θεολόγος και Κήρυκας του Ευαγγελίου, για να ωφελήσει τους ανθρώπους. Δυστυχώς, όμως, ήταν φτωχός και δεν είχε τα μέσα να προχωρήσει στα γράμματα.

Φεύγει για την Πόλη
Όταν ήταν ακόμη 14 ετών, πήρε την ευχή της μάνας του και ξεκίνησε για την Κωνσταντινούπολη. Στην Πόλη δεν εύρισκε δουλειά και με δυσκολία έπιασε σε ένα καπνεργοστάσιο ενός συγγενούς του. Δυστυχώς, δεν τον πλήρωναν καλά και γι αυτό γύριζε σχεδόν ξυπόλυτος, κουρελιάρης και πεινασμένος. Μόνο στην προσευχή εύρισκε παρηγοριά και στην εκκλησία που πήγαινε τακτικά.
Δεν χάνει, λοιπόν, ο Αναστάσης τον καιρόν σε παιχνίδια, όπως οι συνομήλικοι του και σε συναναστροφές άσκοπες και επιζήμιες. Αυτός διάβαζε από το ένα μέρος και από το άλλο συναναστρεφόταν καλούς χριστιανούς, από τους οποίους ωφελείτο. Ήταν σε όλα τύπος και υπογραμμός. Εκκλησιαζότανε δε τακτικά, όπως είπαμε, και παρακολουθούσε όλες τις ακολουθίες.


Είχε ο μακάριος πολύν πόθο να μεταβεί στους Αγίους Τόπους, για να προσκυνήσει. Το πλοίο, όμως, με το οποίον ταξίδευε, στην πορεία του, συνάντησε τρικυμία μεγάλη.
Ο καπετάνιος στον κίνδυνο επάνω είπε στον κόσμο να είναι έτοιμοι για να χρησιμοποιήσουν τις βάρκες και τα σωσίβια. Θεέ μου, λέγει, γιατί το επιτρέπεις αυτό; Δεν έλω
να πεθάνω. Θέλω να ζήσω να σε κηρύξω. Έβγαλε τότε τον Σταυρόν, που του είχε δώσει η γιαγιά του. Τον έδεσε με την ζώνη του και τον βύθισε στην θάλασσα τρεις ορές.
Τότε! ώ του θαύματος! Κόπασε ο άνεμος, σταμάτησε η φουρτούνα και έγινε αμέσως γαλήνη. Όλοι τώρα ήταν χαρούμενοι, πλην του Αναστάση, ο οποίος ήτο περίλυπος. Γιατί; Διότι ο Τίμιος Σταυρός του, του έπεσε στη θάλασσα και τον έχασε... όταν έφτασαν όμως στο λιμάνι ένιωθαν ένα χτύπο στο πλοίο και μετά από έρευνα βρήκαν τον Σταυρό του Αναστάση, τον οποίο τον φορούσε κατόπιν στη ζωή του πάντοτε.

Διορίζεται παιδονόμος και διδάσκαλος
Μετά ταύτα άφησε το καπνοπωλείο και προσελήφθη ως παιδονόμος στο σχολειό του Μετοχίου του Παναγίου Τάφου. Έκανε εκεί την δουλειά του με πολύ ζήλο. Δίδασκε στις κατώτερες τάξεις. Στα είκοσι του περίπου χρόνια πήγε στη Χίο. Τον εξετίμησαν και τον εζήτησαν ως για δάσκαλο στο χωριό Λιθί. Στο χωριό αυτό έμεινε 7 χρόνια.

Ο Μοναχός
Γράφτηκε ως αδελφός της Νέας Μονής Χίου και εκάρη Μοναχός. Εκεί πλέον του δίδεται, του νεαρού Μοναχού, η ευκαιρία να επιδοθεί απερίσπαστος στον καταρτισμό και στη μελέτη των Αγίων Γραφών και των Πατέρων της Εκκλησίας. Σκέπτεται δε, πώς θα μπορέσει να εργαστεί και για το ψυχικό όφελος των συνανθρώπων του. Επί τρία χρόνια ασκητεύει στη Νέα Μονή. Όλοι οι αδελφοί της Μονής εξετίμησαν την Αγία του ζωή. Γι αυτό δε και τον αγαπούσαν πολύ.

Διάκονος και Ιερεύς
Ο Μητροπίτης Χίου εξετίμησε και αυτός την διαγωγή του και γι αυτό το 1877 τον χειροτόνησε στον ναό του Αγίου Μηνά της Χίου Διάκονο. Τον ονόμασε δε Νεκτάριο. Κατόπιν ένα πλούσιος ο Ιωάννης Χωρέμης τον έστειλε με δικά του έξοδα στην Αθήνα για να τελειώσει το Γυμνάσιο. Μετά τον έστειλε στον Πατριάρχη Αλεξανδρείας Σωφρόνιο. Ο Πατριάρχης σαν διαπίστωσε την αρετή και την ευφυΐα του Νεκταρίου, τον έστειλε πάλιν στην Αθήνα, για να σπουδάσει την Θεολογία. Με το πτυχίο τώρα στα χέρια, επανέρχεται στην Αλεξάνδρεια. Ο Πατριάρχης δέχτηκε το πνευματικόν του τέκνον, τον Νεκτάριο, με χαράν και το 1886 τον έχειροτόνησε πρεσβύτερο. Αναλαμβάνει συγχρόνως καθήκοντα Ιεροκήρυκα και γραμματέως του Πατριαρχείου, καθώς και Πατριαρχικός Επίτροπος στο Κάιρο. Κηρύττει. Και στα κηρύγματα του πηγαίνουν και αλλόθρησκοι ακόμη.

Τον κάνουν Μητροπολίτη
Πέρασαν τρία χρόνια και χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Πενταπόλεως. Με τον τίτλο αυτό, εξακολούθησε να προσφέρει τις υπηρεσίες του στην Εκκλησία με πολύ ζήλο.



Διωγμένος από την Εκκλησία - Τον συκοφαντούν τρομερά
Δυστυχώς, ο φθόνος εκίνησε μερικούς να τον διαβάλουν στον Πατριάρχη, ότι δήθεν εργάζεται για να γίνει αυτός Πατριάρχης, πράγμα που ούτε κατά διάνοια το σκέφθηκε ποτέ για τον ευεργέτη του. Δυστυχώς, όμως, ο Πατριάρχης τα πίστεψε όλα αυτά και άλλα ακόμη χειρότερα. Τον απέλυσε από την θέση του και τον έδιωξε από την Αίγυπτο. Ο Άγιος το δέχτηκε ως μία δοκιμασία. Ήλθε κατόπιν εις Αθήνας το 1889 και είχε σκοπό να μεταβεί στο Άγιο Όρος για να μονάσει. Ο Επίσκοπος όμως, Πατρών Δαμασκηνός του συνέστησε να μείνει εις Αθήνας, για να ωφελήσει με το κήρυγμά του. Όπως και έγινε. Τον συνοδεύουν δυστυχώς και στην Αθήνα οι συκοφαντίες των εχθρών και η κακή φήμη. Τα υπέμεινε όμως αγογγύστως. Μόνο άπαξ αναγκάσθηκε να διαμαρτηρηθεί στον Πατριάρχη. Και τούτο, όταν το Υπουργείο εζήτησε αυτεπαγγέλτως πληροφορίες από το Κάιρο και οι πατριαρχικοί του απάντησαν πολύ υβριστικά και συκοφαντικά για τον Άγιο.

Δεν τον διορίζουν ούτε Ιεροκήρυκα
Η συκοφαντία εκείνη περί ανηθικότητας τον καταδιώκει παντού. Επί ένα χρόνο εις τας Αθήνας δεν ευρίσκει εργασία και στερείται το πάν στερείται και του επιουσίου ακόμη. Απελπισμένος δε μια μέρα επήγε στο Υπουργείο Παιδείας και ζήτησε να τον διορίσουν Ιεροκήρυκα, σε οποιαδήποτε επαρχία. Ο Υπουργός για να ξεφύγει του απήντησε, ότι είναι αδύνατον να τον διορίσει, διότι υστερείτο ελληνικής υπηκοότητας. Ο Άγιος δάκρυσε. Κατεβαίνοντας όμως την σκάλα του Υπουργείου συνάντησε ένα γέροντα επίσημο, Μελάν ονόματι, ο οποίος τον ρώτησε, γιατί ήταν λυπημένος. Του εξέθεσε την υπόθεση του. Και ο Μελάς τον επήρε και ξαναπήγαν πάλιν στον Υπουργό. Τότε αφού μίλησε στον Υπουργό και του μίλησε αυστηρά τον έβαλαν Ιεροκύρηκα στην Χαλκίδα. Εκεί όμως η κακή φήμη προέτρεξε και στην αρχή ο κόσμος τον αποδοκίμαζε. Ύστερα όμως αποστάλθηκε μια επιστολή από τους πιστούς του Καίρου που έλεγαν πως λυπόντουσαν που τον έχασαν και εξηγούσαν ότι άδικα τον συκοφαντούσαν. Όταν αυτό έφτασε στο Υπουργείο το γνωστοποίησαν στην Μητρόπολη Χαλκίδος και έλεγαν να προστρέχουν όλοι οι πιστοί και να τον ακούν. Τον αγάπησαν με την ψυχή τους. Δυόμιση χρόνια παρέμεινε στη θέση του αυτή και αγωνίστηκε να κερδίσει ψυχές.